- πολύπικρος
- -ον, ΜΑο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερόςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικραμε πολύ πικρό τρόπο.επίρρ...πολυπίκρως Μμε πολλή πίκρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πικρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπίκρως — πολύπικρος very keen adverbial πολύπικρος very keen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπικρον — πολύπικρος very keen masc/fem acc sg πολύπικρος very keen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπικρα — πολύπικρος very keen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυπίκρως — Μ επίρρ. βλ. πολύπικρος … Dictionary of Greek